μυχός

μυχός
μῠχός (-ός, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖσι, -ούς.)
a glen, hollow (cf. Fränkel, D & P, 281̆{12})

Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.26

στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος O. 10.33

μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον Delphi P. 5.68 μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος in the plain between Pentelikon and Parnes P. 8.79

στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ἀνέειπεν P. 10.8

Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς at the Isthmian games N. 10.42 σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν (τὸν Ὀρχομενόν. Σ: presumably on the plain below Mt. Akontion) I. 1.56 μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων fr. 51a. 4. met. νόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει, ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ ἐν μυχοῖσι Πιερίδων in the realm of the arts since the Muses lived in the valleys of Helikon P. 6.49
b abysm τᾶς (sc. Αἴτνας)

ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.22

ἐς μυχοὺς ἁλὸς P. 6.12

c interior

ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42

ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία πλεόνων ταμίαν στεφάνων μυχῷ Ἑλλάδος (at the Isthmian games; cf. West on Theog. 1015.) N. 6.26

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυχός — innermost part masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχός — ο το βαθύτερο σημείο ενός πράγματος, ιδιαίτερα κόλπου ή λιμανιού: Ο μυχός του κόλπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μυχός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 133 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …   Dictionary of Greek

  • μυχοῖς — μυχός innermost part masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσι — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχοῖσιν — μυχός innermost part masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχούς — μυχός innermost part masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῶ — μυχός innermost part masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχῷ — μυχός innermost part masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχόν — μυχός innermost part masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”